- κάτουρο
- το (Μ κάτουρο και κάτουρον)το ούρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατουρῶ (με αντίστροφη παραγωγή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάτουρο — το κατούρημα, κάτουρο, κατουρλιό: Δεν πήγε πουθενά, ούτε για κάτουρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατουροϋάλιν — κατουροϋάλιν, το (Μ) ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτουρο(ν) + ὑάλ ι(ο)ν (< ὕαλος)] … Dictionary of Greek
κατρουλιό — και κατουρλιό, το 1. το κάτουρο 2. η τάση που έχει κάποιος για συχνή ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στον τ. κάτ ουρον απ όπου με προληπτική ανάπτυξη ρ > κατρ ουρον, κατόπιν με ανομοίωση κατρ ουλον > κατρουλ ιό] … Dictionary of Greek
κατουρλιό, το — και κατρουλιό,το κάτουρο: Τον έπιασε κατουρλιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατουρώ — και κατουράω κατούρησα, κατουρήθηκα, κατουρημένος 1. κατουρώ: Δεν κατούρησα σήμερα. 2. βρέχω κάτι ή κάποιον με το κάτουρό μου: Κατούρησε το παντελόνι του. 3. περιφρονώ κάποιον: Κατούρα τον, αφού δε θέλει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατούρημα — το, ατος κάτουρο, η πράξη του κατουρώ: Πάνε για κατούρημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ούρο, το — και πληθ. ούρα, τα υγρό που παράγουν τα νεφρά και αποβάλλεται από την ουρήθρα (βλ. λ.), αλλ. κάτουρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)